- αμφιελικτός
- ἀμφιελικτός, -ον (Α)(για τους αστέρες) ο περιστρεφόμενος κυκλικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιελίσσωπρβλ. και ἀμφελικτός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφιελικτόν — ἀμφιελικτός revolving masc/fem acc sg ἀμφιελικτός revolving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιελικτοί — ἀμφιελικτός revolving masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφελικτός — ἀμφελικτός, ή, ὸν (Α) [ἀμφελίσσω] (ποιητικός τύπος αντί ἀμφιελικτὸς) συσπειρωμένος, κουβαριασμένος … Dictionary of Greek
αμφιελίσσω — ἀμφιελίσσω (Α) περιελίσσω, περιτυλίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ἑλίσσω < ἕλιξ (πρβλ. και ἀμφελίσσω). ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιελικτός, ἀμφιέλισσα] … Dictionary of Greek